- λιθῶδες
- λιθώδηςlike stonemasc/fem voc sgλιθώδηςlike stoneneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
προαναλέγω — ΜΑ (ενεργ και μέσ.) συλλέγω προηγουμένως («προαναλεξάμενος πᾱν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων», Γεωπ.) αρχ. αναφέρω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναλέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω». Η λ. με τη σημ. «αναφέρω προηγουμένως» < προ * + ἀνά + λέγω «μιλώ»] … Dictionary of Greek
φωλάς — άδος, η, ΝΜΑ, και φολάς Ν ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, θαλάσσιων δίθυρων μαλακίων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας φωλαδίδες, με ευρέως διαδεδομένα, κυρίως παράκτια, είδη, ικανά να ανοίγουν τρύπες και να ζουν… … Dictionary of Greek
ψωρός — ά, όν, Α [ψώρα] 1. ψωραλέος, ψωριάρης 2. τραχύς, ανώμαλος στην επιφάνεια («τὸ δὲ λιθῶδες... τῇ χρόᾳ ψωρόν», Διοσκ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) παιδεραστής … Dictionary of Greek